- δράσαντες
- δρά̱σαντες , δράωdoaor part act masc nom/voc pl (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MUTILANDI occisos mos — Veteribus usitatus, memoratur Lycophroni Cassandrâ, Πάντας δ᾿ ἀνάγνοις χερσὶν εν ναῷ κτενεῖ, Λώβαισιν αἰκιςθέντας ὀγκαίου βόθρου. Omnesque cruda caedet in sacris manis Cereris favissis saucios crudeliter. Uti Scaliger reddit; Meursius mavult… … Hofmann J. Lexicon universale
εξακούμαι — ἐξακοῡμαι, έομαι (Α) 1. θεραπεύω εντελώς 2. αποζημιώνω 3. επανορθώνω κάτι κακό («δράσαντες δ ἐξακεῑσθαι πειρώμεθα», Πλάτ.) 4. καταπραΰνω («τότε κεν χόλον ἐξακέσαιο», Ομ. Ιλ.) 5. βοηθώ κάποιον («τούτοις τὰς τ ἐνδείας τῶν φίλων ἐξακοῡμαι», Ξεν.) 6 … Dictionary of Greek